γράφω

γράφω
(AM γράφω)
1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου
2. ζωγραφίζω
3. γράφω επιστολή
4. καταχωρίζω σε κατάλογο
5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ.
νεοελλ.
1. ξέρω να γράφω
2. συγγράφω, δημοσιεύω
3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου
4. είμαι συγγραφέας ή δημοσιογράφος
5. (για μολύβια, πένες κ.λπ.) είμαι κατάλληλος για γράψιμο
6. (με επίρρημα) έχω ένα ιδιαίτερο γραφικό χαρακτήρα ή συγγραφικό ύφος («γράφω δυσανάγνωστα», «γράφω πολύ δυνατά»)
7. φρ. α) «αν με ξαναδείς, γράψε μου» — δεν θα επιστρέψω ή δεν θα εκπληρώσω την υποχρέωση ή την υπόσχεση μου
β) «γράφ' τα, κλάφ' τα» — αυτός που πουλάει με πίστωση ας θεωρεί χαμένα όσα τού χρωστούν
γ) «γραφ' το καλά στο μυαλό σου» — μη τό ξεχάσεις ποτέ
δ) «να μάς γράφεις» — ειρωνική παρατήρηση για την αναχώρηση αδιάφορων ή δυσάρεστων ανθρώπων
ε) «σε γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια» — σε περιφρονώ
μσν.
δίνω έγγραφες διαταγές
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. ξύνω, γρατσουνίζω
2. περιγράφω μια μορφή
3. (για σημείο ή γραμμή σε κίνηση) σχηματίζω μια μορφή
4. συλλαβίζω μια λέξη
5. χαράσσω επιγραφή
6. καταγράφω, θεωρώ
7. περιγράφω
8. γράφω νόμο για να τόν προτείνω προς ψήφιση
9. θεσπίζω, ψηφίζω
10. προγράφω, προορίζω
II. μέσ.
1. γράφω κάτι για τον εαυτό μου ή για δική μου χρήση, σημειώνω
2. κάνω να γραφτεί κάτι
3. καταγγέλλω, κατηγορώ κάποιον
4. φρ. α) «γράφω γῆς περιόδους» — ζωγραφίζω χάρτες
β) «γράφω περί τινος» — γράφω πάνω σε ένα θέμα
γ) γράφω τινὰ αἴτιον» θεωρώ κάποιον υπεύθυνο
δ) «γράφω τινὰ κληρονόμον, επίτροπον κ.λπ.» — καθιστώ κάποιον κληρονόμο, επίτροπο κ.λπ. με έγγραφο
ε) «ἐν προσώπω γράφομαι τὴν συμφοράν» — έχω την καταστροφή χαραγμένη στο μέτωπό μου
στ) «τὸ ψήφισμα ἐγράφη παρανόμων» — το ψήφισμα καταγγέλθηκε ως παράνομο
II. (μτχ. μέσ. αορ.) αρχ. οί γραψάμενοι οι κατήγοροι
III. (η μτχ. παθ. παρακμ.) γραμμένος, -η, -ο (AM γεγραμμένος, -η, -ον)
1. αυτός που έχει γραφτεί
2. ζωγραφισμένος
3. ζωγραφιστός, καλλίγραμμος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει σημάδια στο δέρμα του
2. (το αρσ. πληθ.) οι γραμμένοι
στρατιώτες ενός αποσπάσματος
3. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) το γραμμένο ή τα γραμμένα
ό,τι έχει γράψει η μοίρα, το πεπρωμένο
4. φρ. «πού τό βρήκες γραμμένο;» — αυτό που λες είναι παράλογο, ανυπόστατο
αρχ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ γεγραμμένον
η ποινή που αναφέρεται στην καταγγελία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ γεγραμμένα
τα άρθρα τής καταγγελίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, η αρχική σημασία τής οποίας ήταν «ξύνω ελαφρά, χαράζω, σχεδιάζω» απ' όπου και η χρήση της για τη γραφή. Ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη εμφανίζουν οι περισσότερες λέξεις τών ινδοευρ. γλωσσών που εκφράζουν την έννοια «γράφω» (πρβλ. λατ. scribo, γοτθ. mēljan, αρχ. ινδ. rikh-, likh, λιθ. piešti κ. ά). Ετυμολογικά το θ. γραφ- (*grbh-) αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας *gerbh-, που με τη σειρά της ανάγεται σε αρχική απαθή ρίζα *gerebh- «χαράζω, γρατσουνίζω». Σχετικά με την ερμηνεία του θέματος γροφ- αρκετών διαλεκτικών —κατ' εξοχήν δωρικών— τύπων (πρβλ. γράφων, γροφά, αντίγροφον κ.ά.) υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται είτε για ετεροιωμένη βαθμίδα είτε για διαφορετική αντιπροσώπευση του r (ρο- αντί ρα- πρβλ. στρατός αιολ. στρότος). Πιθανόν ο ενεστ. γράφω καθώς και άλλοι ενεστώτες με ασθενή βαθμίδα θέματος να προήλθαν από ονόματα (ονοματικούς τύπους), εν προκειμένω τη μτχ. γράφων (πρβλ. επίσης αρχ. ινδ. brhant). To γράφω συνδέθηκε με τη γλώσσα τού Ησύχ. «γριφάσθαι
γράφειν, οι δε ξύειν και αμύσσειν», το θέμα τού οποίου (*gribh-) επεχείρησαν να ερμηνεύσουν ως αποτέλεσμα αναλογικής επίδρασης άλλων τύπων (πρβλ. σκαριφάσθαι). Τέλος, το γράφω συσχετίστηκε επίσης με άλλους τύπους ινδοευρ. γλωσσών: πρβλ. αγγλοσαξον. coerfan «κόβω, χαράζω», μσν. άνω γερμ. kerben (*gerbh-), αρχ. σλαβ. žrěbĭjĭ «λαχνός, κλήρος» κ.ά.
ΠΑΡ. γράμμα, γραμμή, γραπτός (νεοελλ. και γραφτός)
αρχ.
γραπτήρ, γραπτύς
μσν.
γράβδην, γράπτης, γραφόριον
νεοελλ.
γραφίτης, γραψίμι, γράψιμο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. γραφίουρος, γραφοκάλαμος, γραφομανής, γραφομανία, γραφομηχανή. (Β' συνθετικό) αναγράφω, αντιγράφω, απογράφω, διαγράφω, εγγράφω, επιγράφω, καταγράφω, μεταγράφω, παραγράφω, περιγράφω, προγράφω, συγγράφω, υπογράφω
αρχ.
εισγράφω, εκγράφω, προσγράφω, υπεργράφω
νεοελλ.
καθαρογράφω, κακογράφω, κουτσογράφω, μισογράφω, μονογράφω, ξαναγράφω, ξεγράφω, πολυγράφω, συχνογράφω, ψιλογράφω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γράφω — scratch pres subj act 1st sg γράφω scratch pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφω — γράφω, έγραψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γραφῶ — γράφω scratch aor subj pass 1st sg (attic epic doric) γραφής masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφω — έγραψα, γράφ(τ)ηκα, γραμμένος 1. παρασταίνω με γράμματα τις σκέψεις μου, διατυπώνω γραπτά κάτι: Μου έγραψε μια επιστολή με τα παράπονά του. 2. συντάσσω άρθρα, βιβλία, συνθέτω μουσική: Έγραψα ένα άρθρο για την τοπική εφημερίδα. – Έγραψε ένα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. См. Клятвы любовные …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅρκους δ’ ἐγὠ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — См. По воде писать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γράφετον — γράφω scratch pres imperat act 2nd dual γράφω scratch pres ind act 3rd dual γράφω scratch pres ind act 2nd dual γράφω scratch imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφον — γράφω scratch pres part act masc voc sg γράφω scratch pres part act neut nom/voc/acc sg γράφω scratch imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γράφω scratch imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεγραμμένα — γράφω scratch perf part mp neut nom/voc/acc pl γεγραμμένᾱ , γράφω scratch perf part mp fem nom/voc/acc dual γεγραμμένᾱ , γράφω scratch perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφεσθε — γράφω scratch pres imperat mp 2nd pl γράφω scratch pres ind mp 2nd pl γράφω scratch imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”